μετοικώ

μετοικώ
(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) [μέτοικος]
αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω
νεοελλ.
αποδημώ
αρχ.
είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετοικώ — μετοικώ, μετοίκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετοικώ — μετοίκησα, αλλάζω κατοικία ή τόπο διαμονής, μετακομίζω: Μετοίκησε στην πόλη για να προωθήσει καλύτερα τη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεκονεύω — μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κονεύω «σταθμεύω, καταλύω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταναστεύω — (ΑΜ μεταναστεύω) [μετανάστης] εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ αρχ. 1. μέσ. μεταναστεύομαι απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ) 2. μτφ. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • συμμετοικώ — έω, Α μετοικώ μαζί με άλλους, ιδίως ως άποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετοικῶ «μετακομίζω» (< μέτοικος)] …   Dictionary of Greek

  • διοικίζω — (Α) [οικίζω] 1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω 2. παθ. διασκορπίζομαι 3. μέσ. μετοικώ («ὅταν ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν») 4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον 5. (για πλούσιους και φτωχούς) …   Dictionary of Greek

  • εκκομίζω — (AM ἐκκομίζω) 1. μεταφέρω, μετακομίζω 2. κηδεύω αρχ. 1. εξάγω 2. προφυλάσσω, διασώζω 3. μετοικώ 4. φέρνω στο σπίτι ή στην πατρίδα 5. υποφέρω ώς το τέλος 6. μέσ. παίρνω όσα μού οφείλουν …   Dictionary of Greek

  • εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”